ολόρθος

ολόρθος
ολόρθος, -η, -ο και ολόρτος, -η, -ο
ο τέλεια όρθιος, ευθυτενής, στητός, στυλωμένος, ίσιος, άκαμπτος, ντούρος: Στη ζωή στάθηκε πάντα ολόρθος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ολόρθος — η, ο 1. εντελώς όρθιος, ευθυτενής, στητός («για ιδές κορμί ψηλό, λιγνό κι ολόρθο σαν τη λεύκα», Κρυστ.) 2. (για πράγματα) κάθετος προς το έδαφος 3. (για κτίσματα ή μέρη κτισμάτων) αυτός που δεν κατέπεσε, δεν γκρεμίστηκε 4. μτφ. αυτός που δεν έχει …   Dictionary of Greek

  • ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • ολάκερος — η, ο αυτός που δεν τού λείπει τίποτε, ολόκληρος, ακέραιος. επίρρ... ολάκερα χωρίς ελλείψεις, ακέραια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ακέραιος, κατά το σχήμα καθάριος: ολοκάθαρος, όρθιος: ολόρθος. Κατ άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, < ολόκληρος με… …   Dictionary of Greek

  • ορθονύσταγμος — ὀρθονύσταγμος, ον (Α) αυτός που νυστάζει ενώ στέκεται όρθιος, που νυστάζει ολόρθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + νύσταγμος (< νυστάζω)] …   Dictionary of Greek

  • ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”